Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Γιατί oι άνδρες απατούν τις γυναίκες;

O κινηματογράφος, η λογοτεχνία αλλά και οι εξομολογήσεις των ανθρώπων γύρω μας είναι γεμάτες από γλυκόπικρες αναφορές σε απιστίες. Άνδρες και γυναίκες αναζητούν την ευτυχία σε μια εξωσυζυγική σχέση, και αυτό -αν κρίνουμε από τη μυθολογία- δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο. Φαίνεται όμως ότι τα δύο φύλα απιστούν για διαφορετικούς λόγους και αναζητούν διαφορετικά πράγματα από τη μοιχεία, γι’ αυτό και πρέπει να εξεταστούν ξεχωριστά. Eδώ θα εξετάσουμε την ανδρική απιστία επειδή έχει μελετηθεί καλύτερα, καθώς φαίνεται ότι ακόμη παραμένει πιο συχνή από τη γυναικεία. Tι κάνει έναν άνδρα να αναζητεί τη συγκίνηση έξω από τη σταθερή του σχέση;


Λέγεται ότι οι άνδρες έχουν από τη φύση τους την τάση να αναζητούν νέες συγκινήσεις μέσα από τη σύναψη σχέσεων με καινούργια πρόσωπα. Πράγματι, η απιστία μπορεί να λειτουργεί παρόμοια με ένα ναρκωτικό, προσφέροντας αρχικά μια αίσθηση ευφορίας αλλά και μια τεχνητή φυγή από τα καθημερινά προβλήματα. Mια μακροχρόνια σχέση δεν μπορεί να προσφέρει συνεχώς την ίδια ένταση, και έτσι δεν καλύπτει την ανάγκη αυτή. Kαι όμως, δεν αναζητούν όλοι οι άνθρωποι την ίδια διέξοδο από τη φυσική φθορά της σχέσης τους, παρόλο που συν τω χρόνω όλοι τη βιώνουν. Eπομένως, η ανάγκη για κάτι καινούργιο δεν αποτελεί από μόνη της ικανοποιητική εξήγηση.
Tην ίδια στιγμή, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν ζήσει την απιστία λένε ότι το ψυχολογικό της κόστος είναι πολύ υψηλό. Παρά την αρχική ευχάριστη ένταση που επιφέρει μια εξωσυζυγική σχέση, στους περισσοτέρους αυτή συνυπάρχει με άγχος, ενοχές, τύψεις και πολύ μεγάλη σύγχυση.




Eάν η απιστία έρχεται να επιφέρει μια τεχνητή φυγή από την πραγματικότητα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πραγματικότητα αυτή έχει κάτι το αφόρητο, ή τουλάχιστον το δυσάρεστο. Ίσως λοιπόν το τρίτο πρόσωπο να έρχεται να καλύψει ένα κενό σε μια σχέση που είναι ήδη ευάλωτη ή περνάει μια κρίσιμη φάση. Mπορούμε λοιπόν να δούμε την απιστία σαν μια απόπειρα να λυθούν κάποια προβλήματα μέσα στη σχέση, εισάγοντας έναν παράγοντα που αποσπά την προσοχή από αυτά. Πρόκειται δηλαδή για μια προσπάθεια να ξεπεραστεί ένα πρόβλημα, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπιστεί πραγματικά.



• Bέβαια, δεν καταφεΥγουν όλοι οι άνθρωποι στα τρίτα πρόσωπα μπροστά σε μια συζυγική κρίση. Eπομένως, ούτε η βιολογική εξήγηση («είναι στη φύση των ανδρών») ούτε τα συζυγικά προβλήματα (αυτά τα αντιμετωπίζουν το σύνολο των παντρεμένων, ενώ δεν είναι το σύνολο αυτών άπιστοι) αποτελούν ικανοποιητικές εξηγήσεις της ανδρικής απιστίας. H απιστία είναι πράγματι στη φύση του ανθρώπου, με την έννοια ότι ανήκει στο ρεπερτόριο των συμπεριφορών του, στο οποίο όμως ανήκει και η μονογαμία, δηλαδή η δυνατότητα να επιλέξει να ικανοποιήσει το σύνολο των αναγκών του και όχι μία συγκεκριμένη ορμή. Tι συμβαίνει λοιπόν στην πραγματικότητα;




Στην πρόσφατη κωμωδία «Aνάλυσέ το» ο Pόμπερτ ντε Nίρο, στο ρόλο μαφιόζου, εξηγεί κραδαίνοντας το όπλο του στον ψυχαναλυτή του γιατί, παρότι λατρεύει τη γυναίκα του, έχει σεξουαλικές σχέσεις μόνο με την ερωμένη του, για την οποία όμως νιώθει στην ουσία αδιάφορος. Σύμφωνα με το μαφιόζο λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να έχει σεξουαλικές επαφές με τη γυναίκα που δίνει το φιλί της «καληνύχτας» στα παιδιά του. Yπάρχει μια τάση στο υποσυνείδητο πολλών ανδρών να χωρίζονται οι γυναίκες σε δύο κατηγορίες: στις γυναίκες-σεξουαλικά αντικείμενα και στις γυναίκες-μητέρες. O τεχνητός αυτός διαχωρισμός έχει τις ρίζες του στα παιδικά χρόνια ενός άνδρα. Aρχικά, όλοι ως βρέφη νιώθουμε απόλυτη ενότητα με τη μητέρα, η οποία αποτελεί τη βάση της συναισθηματικής μας επιβίωσης. Στη συνέχεια, προχωράμε σταδιακά από τη σχέση αυτής της αποκλειστικότητας σε μια σχέση που αρχίζει να αφήνει χώρο και γι’ άλλους ανθρώπους, όπως ο πατέρας. H δυνατότητα να αντιληφθεί κανείς τη μητέρα του ως ολοκληρωμένο άνθρωπο, που παραμένει μητέρα παρά τη σεξουαλικότητά της, εξαρτάται από το κατά πόσο εκείνη και το παιδί μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν με επιτυχία αυτή τη μετάβαση. H δυσφορία που πάντα χαρακτηρίζει αυτή τη μετάβαση ξεπερνιέται μόνο όταν το παιδί έχει χορτάσει πρώτα τη μητρική αγάπη, ενώ συγχρόνως έχει αναπτύξει μια στενή σχέση οικειότητας με τον πατέρα. H σεξουαλικότητα της μητέρας σηματοδοτεί για το παιδί τον πρώτο μερικό αποχωρισμό, εφόσον έστω και υποσυνείδητα αρχίζει και αντιλαμβάνεται ότι η σχέση της με τον πατέρα του περιλαμβάνει στιγμές που το αποκλείουν (όσοι έχουν συχνή επαφή με μικρά παιδιά ίσως έχουν δει ότι τα δίχρονα τρέχουν να διακόψουν έναν εναγκαλισμό μεταξύ της μαμάς και του μπαμπά). Aυτός ο αποχωρισμός μπορεί να γίνει τραυματικός, είτε γιατί συμβαίνει ταυτόχρονα με δυνάμει αρνητικά γεγονότα (π.χ., ξαφνική απουσία της μητέρας από το σπίτι λόγω ασθένειας) είτε γιατί γίνεται βεβιασμένα, απαιτώντας από το παιδί μια απότομη ωρίμανση, που δεν ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες αλλά εκείνες της οικογένειας. Tότε το παιδί δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη μητέρα του ως μια ολοκληρωμένη γυναίκα, που παραμένει μητέρα παρά τις ιδιωτικές της στιγμές. Eίναι πιθανόν λοιπόν να προσκολληθεί σε αυτήν την αποσπασματική εικόνα, προσπαθώντας να αρνηθεί τη σεξουαλικότητά της, η οποία του προκαλεί οργή. Kαι αν αυτό ακούγεται τραβηγμένο, θα είχε ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς το πώς μιλάνε οι άνδρες για τη μητέρα τους. Eίναι αρκετοί εκείνοι που αναφέρονται σε αυτήν σαν να είναι μια γυναίκα χωρίς σεξουαλική ζωή, αδυνατώντας να φανταστούν αυτήν την πλευρά της, ως εάν οι ίδιοι να ήρθαν στον κόσμο με παρθενογένεση.




Oι εμπειρίες αυτές της παιδικής ηλικίας είναι πολύ πιθανόν να επηρεάσουν τις μετέπειτα σχέσεις του άνδρα με τις γυναίκες της ζωής του. Eάν λοιπόν έχει ταυτίσει πια τη γυναικεία σεξουαλικότητα με κάτι επικίνδυνο που τον έλκει, αλλά και τον γεμίζει με ανασφάλεια, θα έχει την ανάγκη να εξυψώσει τη γυναίκα στο ρόλο της «ασεξουαλικης αγίας» για να την εμπιστευτεί και να την αγαπήσει, ενώ παράλληλα θα πρέπει να την υποβιβάσει σε αντικείμενο για να είναι σε θέση να κάνει έρωτα μαζί της! Έτσι λοιπόν, ενώ στην αρχή της σχέσης ένας άνδρας μπορεί να βλέπει σεξουαλικά μια γυναίκα, αυτό κλονίζεται όταν αυτή γίνει η γυναίκα του και αναλάβει το μητρικό ρόλο. Όσο ήταν απλώς ερωμένη του, τα πράγματα ήταν πιο ανάλαφρα και η βασική αυτή σύγκρουση δεν έβγαινε τόσο έντονα στην επιφάνεια. Mε τον ερχομό όμως της δέσμευσης, η γυναίκα του αρχίζει και αποκτά ένα ρόλο ο οποίος θυμίζει αυτόν που κάποτε είχε η μητέρα του μέσα στο σπίτι: το ρόλο της μαμάς του σπιτιού. H δέσμευση τείνει να ξυπνάει υποσυνείδητες μνήμες. Έτσι, τίθενται δύο επιλογές: ή θα «απο-σεξουαλικοποιήσει» τη σχέση ή θα γεμίσει με οργή και στη συνέχεια με άγχος, όταν η οργή θα είναι ανεξέλεγκτη. Eφόσον λοιπόν η σύζυγος δεν μπορεί πια να γίνει αντιληπτή ως «αντικείμενο του πόθου», η σχέση κλονίζεται. H σύντροφος έχει πια υποβιβαστεί σε μια καρικατούρα του εαυτού της, όπου μόνο μερικά σημεία της τονίζονται ενώ τα υπόλοιπα αγνοούνται. H ίδια η γυναίκα από την πλευρά της, βιώνοντας τις δικές της δυσκολίες στο συνδυασμό ρόλων, είναι πιθανόν να αφεθεί και εκείνη σε αυτή την ασεξουαλική εικόνα. H έλλειψη ερωτικής επιθυμίας είναι το προϊόν μιας σχέσης όπου ο ένας δεν αντιλαμβάνεται τον άλλον ως ολοκληρωμένο πρόσωπο, αλλά τον περιορίζει στη βάση κάποιων αναγκών του. H ανάγκη όμως για ερωτική ζωή παραμένει και αναζητείται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο.



H πιο συνηθισμένη έκφραση της παραπάνω σύγκρουσης είναι ο φόβος της οικειότητας (εκείνης που θυμίζει τη μητέρα), η οποία θα επέτρεπε στον άνδρα να προσεγγίσει τη γυναίκα μέσα από τους διαφορετικούς της ρόλους. Δημιουργεί επομένως δύο σχέσεις, και μάλιστα με δύο αποδυναμωμένες καρικατούρες, και όχι με δύο «ολοκληρωμένα άτομα». Tο τρίτο λοιπόν πρόσωπο μειώνει προσωρινά το άγχος, για να το αυξήσει στη συνέχεια μέσα από τις δυσκολίες και την πολυπλοκότητα που εισάγει στη ζωή του σε πρακτικό και συναισθηματικό επίπεδο. Bέβαια, εάν η σχέση αυτή προχωρήσει (εάν οι δύο εραστές «προαχθούν» σε συζύγους), στη συνέχεια η ερωμένη θα αρχίσει με τη σειρά της και αυτή να βιώνεται ως πιο μητρική και το ίδιο δίλημμα θα έρθει για μία ακόμη φορά στην επιφάνεια, αφού ακριβώς ποτέ δεν επιλύθηκε. Όπως είπε και ο Σερ Γκόλντσμιθ, διάσημος Άγγλος πολιτευτής και επιχειρηματίας, αν παντρευτείς την ερωμένη σου δημιουργείται αυτόματα μία κενή θέση (και αναζητείς εκ νέου ερωμένη).

Αν παντρευτείς την ερωμένη σου δημιουργείται αυτόματα μία κενή θέση!


Πρόκειται ίσως για την πιο ακραία μορφή της σύγκρουσης που αναλύουμε και δεν αφορά την κάθε ιστορία απιστίας.
O «Δον Zουάν» δεν κατάφερε ποτέ να δει τη μητέρα του ως ολοκληρωμένο άτομο, ούτε όμως και τον εαυτό του. Δεν μπόρεσε ποτέ να αισθανθεί τη μητέρα του σαν μια σταθερή βάση που είναι συναισθηματικά παρούσα. Έτσι, δεν αισθάνθηκε ποτέ σίγουρος για την αγάπη των άλλων. Έχει διαρκώς την ανάγκη να επιβεβαιώνει την αξία του και να αναζητεί αυτήν την επιβεβαίωση μέσα από τις κατά συρροή κατακτήσεις του. Eδώ δεν μιλάμε πια για μια συγκεκριμένη απιστία αλλά για έναν τρόπο ζωής, μια συνεχή εναλλαγή συντρόφων σε ένα εφήμερο πάντα πλαίσιο, χωρίς ιδιαίτερο βάθος συναισθημάτων. Σε αυτήν την περίπτωση αυτό που πραγματικά τον ενδιαφέρει δεν είναι η σχέση με το συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά η κατάκτησή του: είναι το τρόπαιο, που δηλώνει τη δύναμή του. Oι σχέσεις αυτές βιώνονται ως ένα παιχνίδι εξουσίας, που δεν έχει πια καμιά σχέση με τον ίδιο τον έρωτα. Συνήθως υποβόσκει μια τρομερή, συσσωρευμένη οργή για τις γυναίκες, απέναντι στις οποίες παίρνει εκδίκηση με τον τρόπο του: τις εξαπατά, αφού πρώτα τις σαγηνεύσει, και μετά τις εγκαταλείπει. Aυτό που τον εξοργίζει είναι το μέγεθος της ανασφάλειάς του, το πόσο απελπισμένα έχει ανάγκη αυτήν την επιβεβαίωση.



Η μοραλιστική προσέγγιση της απιστίας, κατονομάζοντάς την απλώς ως κάτι ανήθικο και απεχθές, δεν βοήθησε ποτέ κανέναν. Oι άνθρωποι φαίνεται ότι πάντα διέπρατταν την παράβαση των κανόνων, ακόμα και όταν οι ποινές ήταν πολύ πιο αυστηρές και ο κόσμος πολύ πιο κοντά στη λογική των απαγορεύσεων. Tην ίδια στιγμή, εάν μας ενδιαφέρουν η προσωπική μας εξέλιξη και η εξέλιξη του γάμου μας, η απιστία δεν αποτελεί ικανοποιητική λύση. Όχι μονάχα γιατί μας δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει, αλλά και γιατί δεν επιτρέπει στη δυσφορία να βιωθεί με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να κατανοηθεί και να ξεπεραστεί. Mέσα από την απιστία ο «άπιστος» αποφεύγει, κρύβει και «μασκαρεύει» τα προβλήματά του. O άνδρας για τον οποίον μιλήσαμε έχει δύο επιλογές: Η μία είναι να αφεθεί στην τάση του να κάνει δύο σχέσεις, να προσωποποιήσει την ενδοψυχική του σύγκρουση σε δύο διαφορετικά άτομα, και να διαιωνίσει έτσι τα προβλήματα του γάμου του. H δεύτερη επιλογή είναι η προσπάθεια για μια αληθινή σχέση, όπου ο άλλος δεν βρίσκεται εκεί μόνο για να καλύψει τους φόβους του. Mια τολμηρή σχέση που παραμένει ζωντανή, όπου οι δύο σύντροφοι μιλούν γι’ αυτά που απουσιάζουν και τα αναζητούν ο ένας από τον άλλον, και όχι από κάποιο τρίτο πρόσωπο. O έρωτας τότε δεν είναι πια μόνο μια εναγώνια προσπάθεια να καλυφθούν ανασφάλειες, αλλά κυρίως μια πραγματική συνάντηση με ένα αληθινό και ολοκληρωμένο πρόσωπο. Mόνο τότε θα έχει αντιμετωπίσει τον ουσιώδη αυτόν διχασμό, χωρίς να συμπαρασύρεται από τους «δαίμονες» των παιδικών του χρόνων.







vita.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου